τ. λαῶν Arist. Pepl.9
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ταξίλοχος — commanding a masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ταξίλοχος — ον, Α αυτός που διοικεί στρατιωτικό λόχο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάξις + λόχος (πρβλ. ναύ λοχος)] … Dictionary of Greek